θυννώδης

θυννώδης
θυννώδης, ες,
A like a tunny-fish, i.e. stupid, Luc.JTr.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυννώδης — θυννώδης, ες (Α) [θύννος] μτφ. αυτός που μοιάζει με τόν(ν)ο, βλακώδης, ηλίθιος …   Dictionary of Greek

  • θυννῶδες — θυννώδης like a tunny fish masc/fem voc sg θυννώδης like a tunny fish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννώδους — θυννώδης like a tunny fish masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”